reductive$67967$ - translation to ελληνικό
Diclib.com
Λεξικό ChatGPT
Εισάγετε μια λέξη ή φράση σε οποιαδήποτε γλώσσα 👆
Γλώσσα:

Μετάφραση και ανάλυση λέξεων από την τεχνητή νοημοσύνη ChatGPT

Σε αυτήν τη σελίδα μπορείτε να λάβετε μια λεπτομερή ανάλυση μιας λέξης ή μιας φράσης, η οποία δημιουργήθηκε χρησιμοποιώντας το ChatGPT, την καλύτερη τεχνολογία τεχνητής νοημοσύνης μέχρι σήμερα:

  • πώς χρησιμοποιείται η λέξη
  • συχνότητα χρήσης
  • χρησιμοποιείται πιο συχνά στον προφορικό ή γραπτό λόγο
  • επιλογές μετάφρασης λέξεων
  • παραδείγματα χρήσης (πολλές φράσεις με μετάφραση)
  • ετυμολογία

reductive$67967$ - translation to ελληνικό

CHEMICAL REACTION
Reductive aminations; Mignonac reaction; Indirect reductive amination; Reductive amination reaction
  • 600x600px
  • Reductive amination acetophenone ammonia

reductive      
adj. μειωτικός

Ορισμός

desorb
[di:'s?:b]
¦ verb Chemistry cause the release of (an adsorbed substance) from a surface.
Derivatives
desorbent adjective &noun
desorber noun
desorption noun
Origin
1920s: orig. as desorption (from de- 'away' + adsorption).

Βικιπαίδεια

Reductive amination

Reductive amination (also known as reductive alkylation) is a form of amination that involves the conversion of a carbonyl group to an amine via an intermediate imine. The carbonyl group is most commonly a ketone or an aldehyde. It is considered the most important way to make amines, and a majority of amines made in the pharmaceutical industry are made this way.